-
1 ἀποῤ-ῥέω
ἀποῤ-ῥέω (s. ῥέω), herabfließen, vom Blute, Aesch. Ag. 1267; ἐκ κρήνης Plat. Crit. 113 e; übh. abfallen, τῆς ψυχῆς τὰ πτερά Phaedr. 246 d; φλὸξ τῶν σω-μάτων Tim. 67 c; τὰ φύλλα τῶν στεφάνων Dem. 24, 177; ἀλλήλων, auseinandergehen, Plat. Legg. VI, 776 a; ἀπέῤῥεον ἀπ' αὐτοῦ, trennten sich von ihm, Pol. 5, 26, 11; ἀπέῤῥευσε, er machte sich davon, 5, 15, 7; τῆς αὐλῆς, entfremdet werden, Plut. Arat. 51; übh. sich verlieren, verschwinden, μνῆστις Soph. A. 519; vgl. El. 988.
-
2 σαπρός
σαπρός, faul, verfault, stinkend, ranzig, schimmlig; von Fischen, die lange in der Salzlake gelegen haben, τάριχος, Ath. III, 119 e; auch ἀποῤῥεῖν τὰ φύλλα τῶν στεφάνων καὶ σαπροὺς εἶναι διὰ τὸν χρόνον, Dem. 20, 70; übh. durch Alter unbrauchbar, verdorben, morsch, Ar. Plut. 813; δένδρον im Ggstz von ἀγαϑόν, Matth. 7, 17. – Häßlich, γυνὴ σαπρά, im Ggstz von εὔμορφος, Philem. frg. inc. 47; vgl. Lob. Phryn. 378. – Aber οἶνος σαπρός, wie σαπρίας, ohne tadelnden Nebenbegriff, alter, duftender Wein, Ath. I, 31 a aus Philyll., Piers. Moer. p. 353.
См. также в других словарях:
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… … Dictionary of Greek